- πακανός
- πακανός, ὁ (Α)βλ. παγανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγανός — παγανός, ὁ (ΑΜ, Α και πακανός) αστράτευτος αρχ. 1. πολιτικός 2. πολίτης, μη στρατιώτης 3. είδος ξιφομάχου 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰδιώτης, ἄφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus «αστράτευτος» (< pagus, βλ. λ. πάγος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek